dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bebauen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kultivieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anbauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
züchten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ackern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)